πιάσας

πιάσας
πιά̱σᾱς , πιάζω
fut part act fem acc pl (doric)
πιά̱σᾱς , πιάζω
fut part act fem gen sg (doric)
πιάσᾱς , πιάζω
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
πιά̱σᾱς , πιέζω
Ep..
fut part act fem acc pl (attic doric)
πιά̱σᾱς , πιέζω
Ep..
fut part act fem gen sg (attic doric)
πιάσᾱς , πιέζω
Ep..
aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”